- αλεξι-
- Γλωσσ.α' συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α' συνθετικό σε -(σ)ι- (πρβλ. τερψίμβροτος < τέρπω, ἑλκεσίπεπλος < ἕλκω, κλεψί-νοος, < κλέπτω κ.τ.ό.). Σημασιολογικά το α' συνθ. αλεξι- σημαίνει: 1) «απομακρύνω, αποκρούω κάτι», επομένως «προστατεύω από κάτι» (πρβλ. αλεξήνεμος, αλεξιανέμιο, αλεξιάρης, αλεξιβάσκανο, αλεξιβέλεμνος, αλεξιθόρυβος, αλεξίκακος, αλεξίκροτος, αλεξίλυπος, αλεξίπονος, αλεξιπύρετο, αλεξίπυρος, αλεξίσφαιρος, αλεξίτρομος, αλεξιφάρμακος, αλεξίλογος)2) «ευνοώ, βοηθώ» (πρβλ. αλεξήνωρ, αλεξίλογος, αλεξίμβροτος, αλεξίφωτος, αλεξίχορος). Στη Νέα Ελληνική το αλεξι- απαντά ως α' συνθ. επιστημονικών κυρίως όρων (συνήθως μεταφραστικών δανείων) που δηλώνουν «το μέσο, όργανο ή εργαλείο που απομακρύνει, αποκρούει κάτι» και επομένως «προστατεύει από κάτι» (πρβλ. αλεξήλιο, αλεξιβόλιο, αλεξιβόρβορο, αλεξιβρόχιο, αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο).
Dictionary of Greek. 2013.